- υπερακρως
- ὑπεράκρωςὑπερ-άκρωςнеумеренно, разнузданно
(ζῆν Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ζῆν Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπέρακρος — ον, Α πολύ απόκρημνος («ὑπέρακροι λόφοι», Αιλ.). επίρρ... ὑπεράκρως Α μτφ. πέρα από κάθε μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ακρος (< ἄκρη / ἄκρα), πρβλ. ἔπ ακρος, ὕπ ακρος] … Dictionary of Greek